φθειρίαση

φθειρίαση
η
(ιατρ.), δερματοπάθεια που οφείλεται στην ύπαρξη πλήθους από ψείρες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φθειρίαση — η / φθειρίασις, άσεως, ΝΜΑ [φθειριῶ] ιατρ. το σύνολο τών παθολογικών δερματικών εκδηλώσεων που προκαλούνται στο σώμα ή στο τριχωτό τής κεφαλής από τις ψείρες …   Dictionary of Greek

  • φθειριάσῃ — φθειριά̱σηι , φθειρίασις morbus pedicularis fem dat sg (epic) φθειριά̱σῃ , φθειριάω aor subj mid 2nd sg (attic doric) φθειριά̱σῃ , φθειριάω aor subj act 3rd sg (attic doric) φθειριά̱σῃ , φθειριάω fut ind mid 2nd sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθειριασικός — ή, ό, Ν [φθειρίαση] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φθειρίαση («φθειριασικό εξάνθημα») …   Dictionary of Greek

  • -ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… …   Dictionary of Greek

  • αμπελίτις γη — ἀμπελῑτις γῆ (Α) [ἄμπελος] 1. έδαφος κατάλληλο για αμπέλι 2. είδος χώματος, ασφαλτούχου, που χρησίμευε για να θεραπεύει τη φθειρίαση τού αμπελιού …   Dictionary of Greek

  • φθείριος — ο, Ν ζωολ. γένος ψειρών που προκαλούν τη φθειρίαση τού εφηβαίου, με χαρακτηριστικό το είδος Phthirius pubis, κν. μουνόψειρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phthirius < φθείρ] …   Dictionary of Greek

  • φθειρ — ειρός, η, ΝΜΑ, και φθείρα Ν (λόγιος τ.) 1. η ψείρα 2. ναυτ. (παλαιότερα) το πλατύ τμήμα τού πηδαλίου νεοελλ. φρ. «φθειρ τού εφηβαίου» ο φθείριος μσν. αρχ. ο κώνος είδος πεύκου αρχ. 1. φθειρίαση, ψείριασμα 2. θαλάσσιο ψάρι που προσκολλάται στο… …   Dictionary of Greek

  • φθειρίασις — άσεως, ἡ, ΜΑ βλ. φθειρίαση …   Dictionary of Greek

  • φθειριώ — φθειριῶ, άω, ΝΜΑ (λόγιος τ.) 1. έχω ψείρες 2. πάσχω από φθειρίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ + κατάλ. ιῶ / ιάω τών ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. ἀρρωστ ιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • παρασιτικές ασθένειες — (Ιατρ.). Ασθένειες του ανθρώπου και των ζώων οι οποίες προκαλούνται από μονοκύτταρα πρωτόζωα, σκουλήκια, τσιμπούρια και μερικά αρθρόποδα. Ανάλογα με τον τύπο του αιτιολογικού παράγοντα, διαιρούνται σε πρωτοζωιάσεις (πρωτοζωικοί αιτιολογικοί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”